- πνευμόνιον
- τὸ, Α [πνεύμων, -ονος]υποκορ. ο πνεύμονας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευμόνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… … Dictionary of Greek